- εξακοντιστήριο
- τοεργαλείο με το οποίο εξακοντίζεται μεταλλική σκόνη πάνω στα αντικείμενα που θέλουν συγκόλληση.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξακοντίζω. Η λ. εξακοντιστήριον μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.